ισόαλος

ισόαλος
-ο, θηλ. και -η
1. αυτός που περιέχει ίση ποσότητα αλατιού με κάποιον άλλο
2. φρ. «ισόαλες γραμμές» — οι καμπύλες γραμμές πάνω σε θαλασσογραφικούς χάρτες, που ενώνουν τα σημεία στα οποία η αλμυρότητα είναι η ίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + ἅλς, ἁλός, «αλάτι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”